|
η мутность; тусклость #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мутность? — θολότητα как на (ново)греческом будет слово тусклость? — θολότητα как с (ново)греческого переводится слово θολότητα? — мутность, тусклость — πάνοπλος — κατωφερής — αστόχημα — κατάντικρα — μπλογκ — απόγραμμα — πετεινοκαύκαλος — κιοφτές — προσωπολατρία — εξαποστολή — βλεφαριδωτός — απέκει — αντηλιακός — ξεκαλτσώνω — φυτεία — γελαστός — βουτυροποιείον — ερωτοτροπία — επιπληκτικός — ασβολώ — επίστεγο |
|||