|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ρητορικώς? — — ερήμωμα — γαιανθρακοφόρος — απάνθηση — αναπόκτητος — βαμβακοκαλλιέργεια — ανθυπομειδίαμα — πιατοθήκη — σκοτιδι — ακαζάνιαστος — δαιδαλοειδής — συνάχωμα — αλλοτινός — μουριά — προσκαλνάω — ηθοποιός — αυτοπεψία — αλλούθε — πανηγυριώτης — βαθομέτρηση — τεμπελχανού — βιοδιασπώμενος |
|||