|
совершаемый прыжками #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово совершаемый прыжками? — πηδηχτός как с (ново)греческого переводится слово πηδηχτός? — совершаемый прыжками — γερακάτος — δασύλλιο — καρναβαλίστικα — βώτσος — κανακάρισσα — οικοδιδάσκαλος — βυζαχτής — ξεγλίστρημα — αλληλομαχία — αρμολογία — χάψιμο — αστροναύτης — σημείον — σύβαση — πατατάκι — βαρυστενάζω — ένδειξη — πιανιστικά — ψηφοθέτιδα — ιεροεξεταστής — ζαχάριασμα |
|||