|
το рефлекс; εξαρτημένα ~ά — условные рефлексы; μή εξαρτημένα ή απόλυτα ~ά — безусловные рефлексы #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рефлекс? — αντανακλαστικό как с (ново)греческого переводится слово αντανακλαστικό? — рефлекс — απανθρακώνω — γαβαθίζω — λητάρι — κοκαλιάζω — λεαίνω — απονίπτω — ολόχρυσος — υπόπρυμνος — τοσούτσικος — πώληση — αναρρέω — πνιγμονή — ανοσφρησία — ημερολογιακός — προπαρασκευάζω — μπέκρω — φτερνιστήρι — εκφύλλισμός — σίφων — αποσφήνωση — ατιμαστής |
|||