|
παθ. αόρ. от στέλλω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово στάλθηκα? — — παλάγκο — μακάστα — εφήβαιο — παρακάμπτω — κουμπωτός — καμουφλαρισμένος — εμπύρευμα — αναδημοπρασία — σκελίδα — αποκρυπτογραφώ — αριστειούχος — λεμονάδα — ναυτολόγος — ξεζώνομαι — αθλήτρια — νότια — σταρένιος — εγγαστρώνω — πατρικία — γλοιόδερμος — παραπάνω |
|||