στάλθηκα

формы словаβ
στάλθηκα
παθ. αόρ. от στέλλω



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово στάλθηκα? —


παλάγκομακάσταεφήβαιοπαρακάμπτωκουμπωτόςκαμουφλαρισμένοςεμπύρευμααναδημοπρασίασκελίδααποκρυπτογραφώαριστειούχοςλεμονάδαναυτολόγοςξεζώνομαιαθλήτριανότιασταρένιοςεγγαστρώνωπατρικίαγλοιόδερμοςπαραπάνω




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit