|
αόρ. от πηγαίνω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πήγα? — — δυνατότητα — εκζητώ — μπεκιαριλίκι — στεναχωριέμαι — αντεπικουρία — εμβρυοθλάστης — αζηλότυπος — πελλερίνα — αρφάδι — σκάφανδρο — λιγδερός — σκληρέγχυμα — ειρηνοφόρος — έντριψη — χαλκόδετος — ξεχερσώνω — κερδίζω — αδίκιωτος — ψιλοκομμένος — βρωμογύναικα — καθετοποιούμαι |
|||