|
двухпарусный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово двухпарусный? — διίστιος как с (ново)греческого переводится слово διίστιος? — двухпарусный — δασύς — προμηθέας — μαργιόλα — ξεκάθαρα — ξεφαντώνω — τεταρτογενής — κουτουλίζω — αρχαΐζω — αντεισαγγελεύω — σελάχι — γείσο — ξειδάτος — κατσαμάκι — βαΐζω — ψυχοπατέρας — ξύση — κυνικώς — ανάδημα — ναρκισσιστής — καπνεργάτισσα — εβκάφιον |
|||