|
венгр, мадьяр #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово венгр? — Ούγγρος как на (ново)греческом будет слово мадьяр? — Ούγγρος как с (ново)греческого переводится слово Ούγγρος? — венгр, мадьяр — ελαφρυντικός — διαμορφωτήρας — δυσκολοπούλητος — ανένταλτος — υπνωτίζομαι — τειχοποιία — καβλιτζέκι — χόλιασμα — δηκτικότητα — αστεροειδής — ινδιάνικα — εκειά — φουστανέλλα — λαμπριάτικα — τορευτική — πληθυσμογράφος — κατοίκηση — χασμούρημα — αρχιτέκτονας — σκατόψυχος — ακαταπολέμητος |
|||