Новогреческий словарь
μεγαλοκέφαλος
μεγαλοκέφαλ|ος
мед.
страдающий мегалокефалйей
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
страдающий мегалокефалйей
? —
μεγαλοκέφαλος
как с
(ново)греческого
переводится слово
μεγαλοκέφαλος
? — страдающий мегалокефалйей
#
(ново)греческий словарь
—
πορνογράφημα
—
μανταρίστρα
—
αύτανδρος
—
μυθοπλασία
—
διχάζομαι
—
μουκαβάς
—
μεσιακός
—
ακαλμάριστος
—
επιτείχισμός
—
υπερβάλλων
—
ευσύνοπτος
—
αγγλομαθής
—
γιουρντάνι
—
εμποροκαπετάνιος
—
ρευματόμετρον
—
συνακτήρας
—
ανθρωποφοβία
—
ανερεύνητος
—
εφογα
—
μεσολάβηση
—
παρακεντές
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве