|
с крупом(__,__) украшенным золотом (о лошади, муле) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово с крупом, украшенным золотом? — χρυσοκάπουλος как с (ново)греческого переводится слово χρυσοκάπουλος? — с крупом, украшенным золотом — τετραημερία — απαρτίζω — διακαινήσιμος — εδραιώνω — λεπτουργός — καραβοτσακισμένος — παράκτιος — ελληνισμός — Ω — ανιστόρητο — αναρχούμενο — αναμφιβόλος — οστρακισμός — μπαγκατέλλα — ελληνιστί — γαλιφεύω — τάς-κεμπάπ — πυγμαχία — τρίξιμο — κανακάρισσα — θράκια |
|||