|
не вытертый (платком, полотенцем, тряпкой) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово не вытертый? — ασφούγγηστος как с (ново)греческого переводится слово ασφούγγηστος? — не вытертый — ογδοηνταριά — δικέφαλος — μάππα — υποθηκοφυλακείο — υποτείνουσα — διαφύλαξη — ταλαιπωρούμαι — ναί — καραβοτσάκισμα — ακατέργαστος — αυτοανάλυση — κάτουρλο — ανεμουρίζομαι — ηπιότητα — πολυεύσπλαγχνος — τεζαριστός — πλανήτης — οπισθενεργητικός — σθεναρώς — μιμητής — πεντακοσιόδραχμο |
|||