|
на полпути, посреди пути #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово на полпути? — μεσόδρομα как на (ново)греческом будет слово посреди пути? — μεσόδρομα как с (ново)греческого переводится слово μεσόδρομα? — на полпути, посреди пути — κλιτικός — μοντερνίζω — πόλις — ρητό — ακροβολίζομαι — αποβάμβακον — γκιοτής — αντιπαροχή — μοιραίο — γαρνίρω — βρυγμός — διόπτρα — ρεοστάτης — Κινέζος — βορβορότοπος — υπερβορειοδυτικός — νεόγαμβρος — χρονομηχανή — χιλιοχρονίτικος — αποφυλάκιση — στιβάλι |
|||