|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово φεσώνω? — — πάντοτε — αγωνιστικότητα — σταφιδοπαραγωγός — αβλάστητος — ξεραίνομαι — επιρρέπεια — συγκληρονομία — συμμαζεύομαι — εξακοντίζω — Λύντς — ελευθκριάζω — ψαλτός — αμαρκάριστος — φορτσάτος — λαδικό — χάϊδι — υψικόρυφος — σταντζιέρα — αλωνιστής — αιμόρροια — δείκτης |
|||