Новогреческий словарь
τρομερά
τρομερά
ужасно, невероятно
;
είναι ~ τσιγκούνης — [phrase]он невероятно скупой[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ужасно
? —
τρομερά
как на
(ново)греческом
будет слово
невероятно
? —
τρομερά
как с
(ново)греческого
переводится слово
τρομερά
? — ужасно, невероятно
#
(ново)греческий словарь
—
καββαλιστικός
—
χαρτεμπόριο
—
αζούλητος
—
αντιφασιστικός
—
χτίση
—
ιογενής
—
αντιφιλοδοξώ
—
εχθρικός
—
φρεσκοκατεψυγμένος
—
πεντακοσιοστό
—
αρνησιθεία
—
αγγελοσκιάζομαι
—
πηγεμός
—
τηλεφωνητής
—
αδιαμέτρητος
—
παιδοκτονία
—
βραδύνοια
—
δροσοβόλος
—
πτερωτός
—
βαρυγγώμια
—
σταχτιάζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве