Новогреческий словарь
συμπιλητής
συμπιλητ|ής
ο неодобр.
компилятор
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
компилятор
? —
συμπιλητής
как с
(ново)греческого
переводится слово
συμπιλητής
? — компилятор
#
(ново)греческий словарь
—
αράχνα
—
μπότι
—
συρματόπλεκτος
—
αλευρωμένος
—
ανισομερής
—
εμπυριοδόκη
—
ανεπίδοτος
—
ατάραγος
—
θανάτωση
—
διλεττάντης
—
ασημάδευτος
—
απίθωμα
—
κατάκλιση
—
ποτενσιόμετρο
—
βακτηριοθεραπεία
—
παπαγαλία
—
αιφνιδιάζομαι
—
αμουνούχιστος
—
συμπτύσσω
—
χωνάκι
—
αδιαφέντευτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,