|
η сито #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сито? — κρησάρα как с (ново)греческого переводится слово κρησάρα? — сито — γάνιασμα — έμμηνα — κάρπωση — περιπολάρχης — αιμοπότης — λογαριάζω — ανακοπή — εξεργασία — δήμευση — εθισμός — πλεονάζω — ευκτήριος — δίκην — αχερόλασπη — τριχωτό — Λεβαντίνα — γναφάλωμα — πετάλωμα — αγριόγατος — κώδικας — αποκοιμάω |
|||