|
запонка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово запонка? — μανικετόκουμπο как с (ново)греческого переводится слово μανικετόκουμπο? — запонка — κεραμική — καψυλλίωσις — σειέμαι — μεθυλαλκοόλη — περιγράφω — ειδυλλιακός — φτωχικό — ανταπόκριση — κουμπώνω — στενότητα — σιτιοδόχη — δίμηνο — βάσιμος — ανατολικός — χωριάτισσα — εφαπλωματοποιός — σπαρτοπλεκτική — χημιφωταύγεια — μισθουλάκος — εκτύλωση — καρύκευμα |
|||