|
η откровенность; ωμίλησε μετά ~ς — [phrase]он говорил откровенно[/phrase], открыто, напрямик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово откровенность? — παρρησία как с (ново)греческого переводится слово παρρησία? — откровенность — ακριτολόγημα — μελαχροινάδα — σταλίδωμα — ατομικότητα — άλιαστος — γηθοσύνη — τριβείο — οξύς — αποφόρτωση — τουφέκι — ξαγριεύω — κακοτυχιά — θιαμαίνουμαι — κάθοδος — συγγραφή — φρικώδης — τετράκλινος — γλυκαναπαύομαι — έμπρακτος — αεροδυναμικός — ιουλιανός |
|||