|
(-ίδος) η воен.-мор. вельбот, катер #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вельбот? — επιτελίδα как на (ново)греческом будет слово катер? — επιτελίδα как с (ново)греческого переводится слово επιτελίδα? — вельбот, катер — μεγαληγορία — ακατάσχετο — αντικόβω — υπόμισθος — γκομπίλας — καυστικότητα — λιγομάρα — αμυαλιά — επίλαρχος — κασονάκι — μήνυση — ζωογενής — μήνιγγος — αντικανονιστικός — επιστημονικοφανής — οκταετής — αντηχείο — κατάπτωση — αγουρομαζώνω — νεραϊδόνημα — φασίστρια |
|||