|
расхватанный, распроданный; γίνομαι ~ — быть распроданным; исчезнуть из продажи; τά εισιτήρια εγιναν ~α — расхватали все билеты #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово расхватанный? — ανάρπαστος как на (ново)греческом будет слово распроданный? — ανάρπαστος как с (ново)греческого переводится слово ανάρπαστος? — расхватанный, распроданный — κομμουνιστοσυμμορίτης — κανταδίτσα — ρεφορμιστής — καρακασίδης — ανεπτυγμένος — μετεωροειδές — μεθερμηνευόμενος — εύθετος — χοντροχωριάτης — στενόκωλος — σχοίνος — στυφάδα — κλεφτότοπος — λιθοξοϊκός — ανεμόφαντος — αριθμητός — μισοπνιγμένος — αϊδημητριάτικος — καραβάνα — ερωτιδεύς — ανάσσω |
|||