Новогреческий словарь
συνοδίτης
συνοδίτης
ο
спутник; попутчик
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
спутник
? —
συνοδίτης
как на
(ново)греческом
будет слово
попутчик
? —
συνοδίτης
как с
(ново)греческого
переводится слово
συνοδίτης
? — спутник, попутчик
#
(ново)греческий словарь
—
δηλονότι
—
αποκορυφούμαι
—
αφαιρέτης
—
αλληλένδετος
—
φορτηγός
—
ξανά
—
υπαινίσσομαι
—
πνευμονεκτομή
—
μονομιάς
—
κλιματοθεραπεία
—
απόπιωμα
—
οζοκηρίτης
—
ρουχισμός
—
μπακάλαινα
—
μαρμαρογλυφείο
—
κοσκινισμένος
—
κρυφός
—
ουρανοβάτης
—
καλακούω
—
ατονώ
—
παστός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,