|
подсказывать, внушать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подсказывать? — κανοναρχώ как на (ново)греческом будет слово внушать? — κανοναρχώ как с (ново)греческого переводится слово κανοναρχώ? — подсказывать, внушать — αλυσώνω — επιπεδόκυρτος — τριχοφυία — ευαρεστούμενος — φρένα — αλλοτριώσιμος — οίος — μαραγγιασμένος — κακομαθημένος — νηματοειδής — καλημερίζω — μεταβάλλομαι — σκοίνο — μάλλον — πάντα — μοιρολογίστρα — λοιμώδης — παινάω — κεδρί — διπροσωπία — μπαχάρι |
|||