|
το 1) флакон; 2) ампула #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово флакон? — φιαλίδιο как на (ново)греческом будет слово ампула? — φιαλίδιο как с (ново)греческого переводится слово φιαλίδιο? — флакон, ампула — εμφύσημα — διαπόμπευση — βεντετισμός — παμψηφία — σκαφτός — μερομίσθι — ηβιφρενία — ανθρωποσφαγείο — έκδηλα — ανάληθος — γερακιανός — αυτομάθεια — σπουδοστής — αδαμάλιστος — αδιάπρακτος — καμάκι — επανερωτώ — αυλακωτήρας — γάλα — αμαξίδιο — απόπαιδο |
|||