Новогреческий словарь
λιοκρούγομαι
λιοκρούγομαι
(αόρ. λιοκρούστηκα)
болеть желтухой
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
болеть желтухой
? —
λιοκρούγομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
λιοκρούγομαι
? — болеть желтухой
#
(ново)греческий словарь
—
βλακεία
—
σκατένιος
—
κωλοφαρδία
—
μπουγαδάς
—
ξεκουβαριάζω
—
βληματομετρία
—
ακριτολογία
—
βαφτικά
—
νεώσοικος
—
ευκολομίλητος
—
ιδέα
—
βαράκι
—
αποπέφτω
—
ένδυσις
—
αθέρας
—
θησαυρισμός
—
επάγω
—
δεδηλωμένη
—
σεχταριστικός
—
συγκατοικία
—
γιούσουρι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,