|
(αόρ. λιοκρούστηκα) болеть желтухой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово болеть желтухой? — λιοκρούγομαι как с (ново)греческого переводится слово λιοκρούγομαι? — болеть желтухой — κοκκινολαίμης — δόμηση — ψυχεδελικός — νεκροφιλώ — εκπρόσωπος — αξίδιαστος — τραυώ — μόρικος — εξπρεσσιονιστής — συγκομίζω — νεροκολόκυθο — ζίγκος — στιχομυθία — αποκαταριά — εικοσάδραχμο — ειδοποιητικός — ναζιστικά — βληματομετρία — αναγνώσιμος — χρυσαφένιος — πυροφάνι |
|||