|
το ар (мера площади) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ар? — άρ как с (ново)греческого переводится слово άρ? — ар — μαθηταριό — αλληλοεπηρεαζόμενος — ακόμιστος — ρυμουλκός — αποδασώνομαι — εξασφάλιση — πτήσσομαι — κοσμίως — αγγλισμός — παγίωση — λίστα — υπέρθλιψη — διαφλέγω — πεσσιμιστικός — πυρόμετρο — χατζηλίκι — απίθανος — τορπίλλα — πρόσμειξη — δαμετζάνα — γένεση |
|||