Новогреческий словарь
γαλακτίζω
γαλακτίζω
белить
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
белить
? —
γαλακτίζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
γαλακτίζω
? — белить
#
(ново)греческий словарь
—
ωοπαραγωγός
—
οκτάωρος
—
διαβαστερός
—
αμφοτεροβαρής
—
ιατροσονέδριο
—
δίκυκλος
—
ιζηματογόνος
—
εφταήμερος
—
άφευκτος
—
τρίπρακτος
—
παραμυθένιος
—
κακοκεφιά
—
πρωτομαρτιάτικα
—
ομολογία
—
εκπαραθυρώνω
—
μπέσα
—
δάσος
—
σφιχτοχέρης
—
μνημόνευση
—
ελαιοκομικός
—
παιδοκομία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве