|
η электрооптика #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово электрооптика? — ηλεκτροοπτική как с (ново)греческого переводится слово ηλεκτροοπτική? — электрооптика — εύροια — πέτρινος — τετράγωνο — αί — μηνορραιμία — κυανωτικός — εντάμωση — σπινθήρισμα — χτενίστρα — φεσάκι — οπισθοδρομικότητα — μπόλιασμα — περισπάωμαι — διαιρετικός — εκχύλισμα — ασυντήρητος — αγγειοσυσταλτικός — μαρτιάτικος — σάρπα — γλαροπούλι — μπανέλλα |
|||