|
1) шёлковый; 2) шелковистый; ~α μαλλιά — шелковистые волосы #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шёлковый? — μεταξένιος как на (ново)греческом будет слово шелковистый? — μεταξένιος как с (ново)греческого переводится слово μεταξένιος? — шёлковый, шелковистый — ομόδικος — φαντασιοκοπία — οδυσσειακός — ψηκτροποιός — θυρεός — εξιλασμός — ζηλεύομαι — ρυπτικός — ανθρωποφοβία — γιαλοπερίγιαλο — σάμβυξ — ζούλια — Πολωνέζος — ασημοκοπώ — τρυφερός — φιλτζάνι — κρατίδιο — ψύλλιον — στρογγυλοκάθομαι — αλοθήκι — ρετούς |
|||