|
η церк. купель #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово купель? — κολυμβήθρα как с (ново)греческого переводится слово κολυμβήθρα? — купель — οφθαλμιατρείο — αγριομιλώ — κοτσύφι — υδρόφιλος — κατατσακίζω — προγευματίζω — χηνάρι — εικονολατρεία — αμήν — πουτάνα — λαμπιόνι — μουστερής — πικές — αντικαταρροϊκός — γαϊτανόφρυδο — κατεργάζομαι — εισήλθον — ερυθρόφαιος — Αργεντινός — ατμοποιώ — ευαγγέλιο |
|||