|
η 1) бюст (скульптурный); 2) воен. ствол #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бюст? — προτομή как на (ново)греческом будет слово ствол? — προτομή как с (ново)греческого переводится слово προτομή? — бюст, ствол — τσακίζομαι — ανεπικερδής — ακμάζω — ανημποριά — κουλουριαστός — οδογέφυρα — ιχνηλατώ — λυχνία — μετακινητός — ακήδεστος — ανακρέμασμα — αποτυπώνομαι — ενδοκαρδίτις — ναυλομεσιτικός — ανακουνιούμαι — Ιλλυρός — γκαϊδός — κανακεύω — ανουθέτητος — βαστάω — οραγκουτάγκος |
|||