Новогреческий словарь
επείσθην
επείσθην
παθ. αόρ. от πείθω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
επείσθην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
σκωληκοτροφείο
—
βόλεμα
—
τραγουδώ
—
σιρμαγιά
—
κάλανδα
—
φτωχοπρόδρομος
—
ουρανοκατέβατος
—
σκολοπίζω
—
συγκομιστής
—
απόκρια
—
ορνίθωση
—
οροδοσία
—
περίκομψος
—
πολυτέλεια
—
κουβαλάς
—
αλβανόπνευστος
—
ζαλικώνω
—
επίτηδες
—
ακουτσομπόλευτος
—
εσπέρας
—
μεγαλιθικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве