|
παθ. αόρ. от πείθω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово επείσθην? — — σιχασιάρικος — στοχαστικός — στομαχάκι — επιδημία — βλακικος — ραπτική — φεύ — σβωλάκι — scamnum — μαρουλόφυλλο — αγγονός — ηλιακωτό — αμαλαγιά — πιπερώνω — εγωλατρεία — κούρντισμα — τσιμπούρι — σπιτικό — πάχνη — θύρσος — ασυγκέραστος |
|||