|
приучать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово приучать? — εξοικειώνω как с (ново)греческого переводится слово εξοικειώνω? — приучать — περιγελώ — παθιάζω — σλοβάκικος — καταβαραθρώνω — στραγγάλη — μόνο — κάππα — πλατύς — ηλιακωτό — βραχονησίδα — βραχνά — ημιολία — πατρωνάρω — εφάπτομαι — ελαφίσιος — βιβλιολατρεία — δίμηνο — ποίμνιο — επήγαγον — αντώνυμος — αδιαχώρητα |
|||