|
перекармливать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово перекармливать? — υπερσιτίζω как с (ново)греческого переводится слово υπερσιτίζω? — перекармливать — μηλοπεπονιά — γλιφός — συμβουλεύομαι — έμφαση — επανειλημμένα — θεομηνία — σακατεύω — μικρομύκητας — δεκάγωνος — αστιγματισμός — απεκκρίνω — κακότροπος — εντείχιση — αειφανής — ομολογία — γαλάλιθος — εκατονταετηρίδα — θεοκόπηλος — αυθεντικότητα — γλωσσού — ηλιολατρία |
|||