|
перекармливать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово перекармливать? — υπερσιτίζω как с (ново)греческого переводится слово υπερσιτίζω? — перекармливать — συνταυτισμός — εμμηνορραγία — αμνάδα — φερετροποιείο — γλυκοβαρώ — ωογόνος — φασκόμηλο — αλυσοδένω — ανακαλυπτικός — κεντιστός — χοντροκέφαλος — τεζαρισμένος — τραβεστί — φλογοσωλήνας — βεβήλωση — ρητινόπισσα — αναπηρία — αβδέλλα — λαξευτής — αφιππεύω — χειροκροτώ |
|||