|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τσουρουφλισμένος? — — μοδίστρα — κακοχώνευτος — Ισπανή — οδοντιατρείο — τρύπανο — γαρμπερός — σεχταρισμός — πολυτονικός — ακοομετρία — πιζάμα — επαινοθήρας — αρραβωνιάζομαι — τίποτε — ανασυζήτηση — ανικανοποίητο — αιματοκύλισμα — ειλικρίνεια — βαθύσκιωτος — ανεγκλήτως — μαλλινίζω — χαράτσι |
|||