|
ковать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ковать? — τσιουκανίζω как с (ново)греческого переводится слово τσιουκανίζω? — ковать — ευκαιρία — ανθομύριστος — δρέπω — ανυπόχρεος — χορτάζομαι — καμπανοειδής — αποδίδων — βόμπιρας — αγκαθερός — Φανερωμένη — ημίκλιντος — μισότριβος — οδονομία — χιλιαναθεματισμένος — ατρατάριστος — καρδιογνώστρια — κακοποιός — γάστρι — προϋπάρχω — απόπνοια — λουτρολόγος |
|||