|
уст. тормозить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тормозить? — εποχλεύω как с (ново)греческого переводится слово εποχλεύω? — тормозить — μέταλλο — σχίζω — κλοσσοφωλιά — επαναδίδω — χρεοπιστώνω — σχολιάζω — αποσκίρτηση — αμπάριζα — ξέμετρο — καπνίλα — καλλωπιστική — τεχνοκράτης — χλευαστής — καρβουναποθήκη — λαθροχειρία — ιλαροτραγωδία — μισότρελλος — αβρώς — πηδαλιουχούμενον — αμουργός — αγκρέμιστος |
|||