|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κοινωφελισμός? — — ταρτούφος — δεκάμηνος — ακαψάλιστος — πραγματισμός — λεπτότεχνος — μυχός — ταρίφα — ανατζιριάζω — εμβρυογενής — διαβαίνω — ενστάζω — ευδιάβλητος — οδαγωγός — ανέλκωσις — ρινοφάρυγγας — ταβερνόβιος — μαλακόφατσα — κολπορραγία — επανάσταση — ασημοκερατάς — σιδερόδεση |
|||