|
1. фармацевтический; 2. (о) фармацевт #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фармацевтический? — φαρμακοτεχνικός как на (ново)греческом будет слово фармацевт? — φαρμακοτεχνικός как с (ново)греческого переводится слово φαρμακοτεχνικός? — фармацевтический, фармацевт — καϋμός — ύπαιθρος — αποσπερνός — μόδι — αγριοχόρταρο — φοιτηταριό — πανηγυρήσιος — ταγήνι — ανιλίνη — φαροδείκτης — υγιαίνω — μορεών — καταπιεστικός — καλοσόδιαστος — φωταύγεια — ταλμουδιστής — αζωτούχος — απογαλάκτιση — μεσημεριάτικα — χονδρόκολλα — κεράσι |
|||