φαρμακοτεχνικός

формы словаβ
φαρμακοτεχνικός
1. фармацевтический;

2. (о) фармацевт



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово фармацевтический? — φαρμακοτεχνικός
как на (ново)греческом будет слово фармацевт? — φαρμακοτεχνικός
как с (ново)греческого переводится слово φαρμακοτεχνικός? — фармацевтический, фармацевт


καϋμόςύπαιθροςαποσπερνόςμόδιαγριοχόρταροφοιτηταριόπανηγυρήσιοςταγήνιανιλίνηφαροδείκτηςυγιαίνωμορεώνκαταπιεστικόςκαλοσόδιαστοςφωταύγειαταλμουδιστήςαζωτούχοςαπογαλάκτισημεσημεριάτικαχονδρόκολλακεράσι




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit