Новогреческий словарь
φαρμακοτεχνικός
φαρμακοτεχνικός
1.
фармацевтический
;
2. (о)
фармацевт
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
фармацевтический
? —
φαρμακοτεχνικός
как на
(ново)греческом
будет слово
фармацевт
? —
φαρμακοτεχνικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
φαρμακοτεχνικός
? — фармацевтический, фармацевт
#
(ново)греческий словарь
—
παρασιτοκτόνος
—
παιδαρέλλι
—
παγόδα
—
λοβιτούρα
—
μουτζώνομαι
—
καμπουρομύτισσα
—
κουφέτο
—
μπαϊρακτάρης
—
ημιγονυπετής
—
μοιρολάτρισσα
—
διανοούμενη
—
αράχνη
—
ζιγγίβερι
—
σκληρία
—
πρόκληση
—
σχεδιάγραμμα
—
ντροπαλάδα
—
διχάλα
—
δηλοί
—
ακουάριο
—
τούμπανο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве