Новогреческий словарь
ατσαλωμένος
ατσαλωμέν|ος
закалённый
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
закалённый
? —
ατσαλωμένος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ατσαλωμένος
? — закалённый
#
(ново)греческий словарь
—
ανταποκριτικός
—
αδιήγητος
—
ώριος
—
μαχητικότητα
—
αχόρταστος
—
αποκρισιάρης
—
κοινοκτημοσύνη
—
ανδηρον
—
σπλαχνότητα
—
ποδηλατοδρόμιο
—
πορτέλλο
—
ξεκαρφώνω
—
ιδιόγραφο
—
αραιά
—
επικυρώνω
—
εγχειριστής
—
θεογονία
—
αμφιόνι
—
δενδροβάτις
—
συγχωροχάρτι
—
βιολοντσελλίστρια
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве