|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ανιχνευτικό? — — αναστομώνομαι — εγχάραγμα — μακρυά — στροφίλι — χαρίζω — εκατονταέτις — αγγλικά — μετρούμαι — χειρονομώ — δεξιοτεχνία — φρονηματίας — αυτοκριτική — απλώστρα — μπροστινός — μετατροπέας — πάγκοινος — χουνέρι — αθλούμαι — ακοστάρω — χασάπικο — συμμαθητής |
|||