ανιχνευτικό

формы словаβ
ανιχνευτικό



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово ανιχνευτικό? —


αναστομώνομαιεγχάραγμαμακρυάστροφίλιχαρίζωεκατονταέτιςαγγλικάμετρούμαιχειρονομώδεξιοτεχνίαφρονηματίαςαυτοκριτικήαπλώστραμπροστινόςμετατροπέαςπάγκοινοςχουνέριαθλούμαιακοστάρωχασάπικοσυμμαθητής




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit