|
грызть (орехи и т. п.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово грызть? — τρωγαλίζω как с (ново)греческого переводится слово τρωγαλίζω? — грызть — ερευνήτρια — χιουμοριστικά — άναρθρα — τάλαντο — μπολσεβίκα — πρός — μπάκας — αμιλησιά — ραδιοπομπός — κωδωνοστάσιο — εφόδια — μαρτυριάτικο — ανάφλεξη — αγγρισμα — αλεξητήριον — σοτάρω — αναιρέτης — γιέν — εκτουρκίζω — μονολογώ — ιπποτροφείο |
|||