|
το 1) фон; 2) (чаще мн.ч.) капитал; λίγα είναι τά ~α του — [phrase]у него небольшой капитал[/phrase]; === δεν έχω κανένα ~ — не иметь умственного багажа #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фон? — φόντο как на (ново)греческом будет слово капитал? — φόντο как с (ново)греческого переводится слово φόντο? — фон, капитал — αλληγορία — δεξής — σβίγκος — μπουζουνάρα — καμιά — ομιχλώδης — σκυθρωπός — αλάτρευτος — απιθώνω — αεροεξπρές — ισόθερμος — τσουκνίδα — Φραντζέζος — βασιλίσκος — παράκτιος — ανιδιοτελές — πινάκιο — ευκολόβραστος — αδυσώπητος — εκτόπλασμα — κατσαμάκας |
|||