|
το 1) кошечка; 2) котёнок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кошечка? — γατσούλι как на (ново)греческом будет слово котёнок? — γατσούλι как с (ново)греческого переводится слово γατσούλι? — кошечка, котёнок — αισιόδοξος — επιβλαβώς — ενάντια — προπέτισσα — οξυγόνωσις — αποστάκτης — κουτσουλάω — εψάνη — οχλοκρατία — συνδιασκέπτομαι — μεμιάς — χαλκόξανθος — έχει — κωλόχορτο — ανακαΐλα — κοινωνιστικός — διαχειριστικός — στέγη — χαλκουργική — υγρολογία — διαυλακώνω |
|||