|
уст. пятьдесят тысяч #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пятьдесят тысяч? — πεντακισμύριοι как с (ново)греческого переводится слово πεντακισμύριοι? — пятьдесят тысяч — αζόριστος — γούζω — προϋπάντηση — δασύπτερος — ζημιάρικος — συμπερασματικός — αντιφιλοδοξώ — βιβλιοπώλης — διακάμπτω — εξολοθρευτής — ορεχτικός — αποτεφρώνομαι — διάπυρος — Πελοπόννησος — εκτραχύνομαι — ξαναδημιουργώ — στεγανοποίηση — αβρότητα — καβλιτζέκι — υπνωτίστρια — σφαιριστήριο |
|||