|
Добивается успеха #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καταφέρω? — — κοντοζυγώνω — δυσμενής — παιδούλα — λιόκαυτος — ανασχηματισμός — ανακοινώσιμος — ευλογνοκομμένος — φορτωτήρα — γελοιογράφος — ελαιόδεντρο — λιμώδης — αποστολιάτικα — ερανιστής — αγρόκτημα — αποθνήσκω — πιθανολόγημα — ανοθεύτως — ταλαιπωρία — επταπλασιάζω — γλωσσάδικο — αποκάτωθε |
|||