|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αρνοκέφαλο? — — μονοκόμματος — τούρκικα — μεταξοβιομηχανίο — βλητός — καλλιγραφία — διαφεύγω — έτσι — προεξοφλητέος — διεξαγωγή — τυπολατρεία — ολιγογράμματος — τρεμοφέγγισμα — κρυσταλλώνω — κωλόπαιδο — αποστρατεύομαι — παγοβούνι — αβλαστάρωτος — φούρνόξυλο — λύπη — οπωρικό — συγκλίνουσα |
|||