|
(-άντος) ο ремень (всякий, кроме пояса); ~ μηχανής — приводной ремень; ~ μαστιγίου — хлыст #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ремень? — ιμάς как с (ново)греческого переводится слово ιμάς? — ремень — ερυθραίνω — φαλαινοθήρας — υπέρλεπτος — διαθηκογράφος — εντομικός — σεβντάς — χάβαρο — μετάπλαση — χορηγός — εννεαετής — σαρώνω — στενογραφικά — κατσούφιασμα — άρκευθος — ημιανοψία — συναγελάζομαι — μονοπάτι — μοσχομάγκα — έτυμον — υπερκαυκάσιος — ουρανογνωσία |
|||