|
двусмысленный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово двусмысленный? — δίσημος как с (ново)греческого переводится слово δίσημος? — двусмысленный — λαϊκίστικος — σταθήτε — μπεκρολόϊ — απειρότεχνος — μυρώνω — αγλαΐζω — συνώθηση — αλλοιώνω — απροσδόκητα — κουφώνω — ασκίαυλος — οικία — κουτσομεσιάζομαι — δέλλος — αφροδισιασμός — μαναβική — βάρδια — ξεσπάζω — πυξός — σφερδούκλας — αγροληψία |
|||