|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καρυκεύω? — — λιγώτερος — ολοκληρωτικούς — υπερπαραγωγή — άξονας — αγρικώ — εξαδακτυλία — συμμεσιακάτορας — αλεξιβάσκανο — απομωραίνω — αλόη — αριθμολόγηση — καβατίνα — μοντεράτο — αφάνταστος — καταπονούμαι — ψόφιος — ισονέφελος — ρυπαρός — Κοκκινοσκουφίτσα — ροσμαρί — κλιμακώνω |
|||