Новогреческий словарь




ανημπορεσιά

ανημπορεσιά
η недомогание, немощь, слабость


внешние ссылки озвучка | ru.wiktionary | el.wiktionary | en.wiktionary | greek-language.gr |



как на (ново)греческом будет слово недомогание? — ανημπορεσιά
как на (ново)греческом будет слово немощь? — ανημπορεσιά
как на (ново)греческом будет слово слабость? — ανημπορεσιά
как с (ново)греческого переводится слово ανημπορεσιά? — недомогание, немощь, слабость


#(ново)греческий словарьθεοκτονίαπλατύβαθμοναντιουδαϊσμόςδιασκορπίζωπαρθενικόςστρατούρισυμπώερείδομαιεπίφραξιςκουμπουλιάπαχουλούτσικοςυπογραφήαπότιστοςκαταδρομικόπροτείνωλοιμογόνοςξυπνάωεργαλείοεξαέτιςπροσαυξάνωολιγοδάπανος


Α    Β    Γ    Δ    Ε    Ζ    Η    Θ    Ι    Κ    Λ    Μ    Ν    Ξ    Ο    Π    Ρ    Σ    Τ    Υ    Φ    Χ    Ψ    Ω